ονομαστική
Greek
Noun
ονομαστική • (onomastikí) f
- (grammar) nominative case
- Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται πάντα σε ονομαστική πτώση!
- To ypokeímeno tou rímatos vrísketai pánta se onomastikí ptósi!
- The subject of the verb is always in the nominative case!
Declension
declension of ονομαστική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ονομαστική • | ονομαστικές • |
genitive | ονομαστικής • | ονομαστικών • |
accusative | ονομαστική • | ονομαστικές • |
vocative | ονομαστική • | ονομαστικές • |
Adjective
ονομαστική • (onomastikí)
- Nominative, accusative and vocative singular feminine form of ονομαστικός (onomastikós).
See also
- Glossary entry
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.