οπερατικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /opeɾatiˈkos/
- Hyphenation: ο‧πε‧ρα‧τι‧κός
Adjective
οπερατικός • (operatikós) m (feminine οπερατική, neuter οπερατικό)
Declension
declension of οπερατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οπερατικός | οπερατική | οπερατικό | οπερατικοί | οπερατικές | οπερατικά |
genitive | οπερατικού | οπερατικής | οπερατικού | οπερατικών | οπερατικών | οπερατικών |
accusative | οπερατικό | οπερατική | οπερατικό | οπερατικούς | οπερατικές | οπερατικά |
vocative | οπερατικέ | οπερατική | οπερατικό | οπερατικοί | οπερατικές | οπερατικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο οπερατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο οπερατικός (o pio operatikós), etc.) |
Related terms
- όπερα f (ópera, “opera”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.