ουσιαστικοποίηση
Greek
Etymology
From ουσιαστικό (ousiastikó, “substantive”) + ποίηση (poíisi).
Pronunciation
- IPA(key): /u.si.a.sti.ko.ˈpi.i.si/
- Hyphenation: ου‧σι‧α‧στι‧κο‧ποί‧η‧ση
Noun
ουσιαστικοποίηση • (ousiastikopoíisi) f (plural ουσιαστικοποιήσεις)
Declension
declension of ουσιαστικοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ουσιαστικοποίηση • | ουσιαστικοποιήσεις • |
genitive | ουσιαστικοποίησης • ουσιαστικοποιήσεως • | ουσιαστικοποιήσεων • |
accusative | ουσιαστικοποίηση • | ουσιαστικοποιήσεις • |
vocative | ουσιαστικοποίηση • | ουσιαστικοποιήσεις • |
Further reading
- ουσιαστικοποίηση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.