παρατηρητήριο
Greek
Noun
παρατηρητήριο • (paratiritírio) n (plural παρατηρητήρια)
Declension
declension of παρατηρητήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρατηρητήριο • | παρατηρητήρια • |
genitive | παρατηρητηρίου • | παρατηρητηρίων • |
accusative | παρατηρητήριο • | παρατηρητήρια • |
vocative | παρατηρητήριο • | παρατηρητήρια • |
Related terms
- παρατηρητής m (paratiritís, “observer, lookout”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.