παρεστιγμένος
Greek
Etymology
From παρ- (par-, “extra”) + ἐστιγμένος (estigménos), perfect subjunctive/optative passive singular of στίζω (stízō, “to mark”).
Pronunciation
- IPA(key): /paɾestiˈɣmenos/
- Hyphenation: πα‧ρε‧στιγ‧μέ‧νος
Adjective
παρεστιγμένος • (parestigménos) m (feminine παρεστιγμένη, neuter παρεστιγμένο)
Declension
declension of παρεστιγμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παρεστιγμένος | παρεστιγμένη | παρεστιγμένο | παρεστιγμένοι | παρεστιγμένες | παρεστιγμένα |
genitive | παρεστιγμένου | παρεστιγμένης | παρεστιγμένου | παρεστιγμένων | παρεστιγμένων | παρεστιγμένων |
accusative | παρεστιγμένο | παρεστιγμένη | παρεστιγμένο | παρεστιγμένους | παρεστιγμένες | παρεστιγμένα |
vocative | παρεστιγμένε | παρεστιγμένη | παρεστιγμένο | παρεστιγμένοι | παρεστιγμένες | παρεστιγμένα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο παρεστιγμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο παρεστιγμένος (o pio parestigménos), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.