πατροκτόνος
Greek
Declension
declension of πατροκτόνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πατροκτόνος | πατροκτόνη | πατροκτόνο | πατροκτόνοι | πατροκτόνες | πατροκτόνα |
genitive | πατροκτόνου | πατροκτόνης | πατροκτόνου | πατροκτόνων | πατροκτόνων | πατροκτόνων |
accusative | πατροκτόνο | πατροκτόνη | πατροκτόνο | πατροκτόνους | πατροκτόνες | πατροκτόνα |
vocative | πατροκτόνε | πατροκτόνη | πατροκτόνο | πατροκτόνοι | πατροκτόνες | πατροκτόνα |
Noun
πατροκτόνος • (patroktónos) m, f (plural πατροκτόνοι)
- patricide (a person who murders his/her father)
Declension
declension of πατροκτόνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πατροκτόνος • | πατροκτόνοι • |
genitive | πατροκτόνου • | πατροκτόνων • |
accusative | πατροκτόνο • | πατροκτόνους • |
vocative | πατροκτόνε • | πατροκτόνοι • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.