πεισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of πείθομαι (peíthomai), passive voice of πείθω (peítho, “I persuade”).
Alternative forms
- πεπεισμένος (pepeisménos) (learned)
Pronunciation
- IPA(key): /piˈzmenos/
- Hyphenation: πει‧σμέ‧νος
Participle
πεισμένος • (peisménos) m (feminine πεισμένη, neuter πεισμένο)
- convinced, persuaded
- Είναι πεισμένη ότι θα την παντρευτεί. Εγώ όμως είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι είναι ψεύτης.
- Eínai peisméni óti tha tin pantrefteí. Egó ómos eímai apolýtos pepeisméni óti eínai pséftis.
- She is induced to belive that he will marry her. But I am absolutely convinced that he is a liar.
Declension
declension of πεισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πεισμένος | πεισμένη | πεισμένο | πεισμένοι | πεισμένες | πεισμένα |
genitive | πεισμένου | πεισμένης | πεισμένου | πεισμένων | πεισμένων | πεισμένων |
accusative | πεισμένο | πεισμένη | πεισμένο | πεισμένους | πεισμένες | πεισμένα |
vocative | πεισμένε | πεισμένη | πεισμένο | πεισμένοι | πεισμένες | πεισμένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.