πεισματάρης
Greek
Adjective
πεισματάρης • (peismatáris) m (feminine πεισματάρα, neuter πεισματάρικο)
Declension
declension of πεισματάρης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πεισματάρης | πεισματάρα | πεισματάρικο | πεισματάρηδες | πεισματάρες | πεισματάρικα |
genitive | πεισματάρη | πεισματάρας | πεισματάρικου | πεισματάρηδων | — | πεισματάρικων |
accusative | πεισματάρη | πεισματάρα | πεισματάρικο | πεισματάρηδες | πεισματάρες | πεισματάρικα |
vocative | πεισματάρη | πεισματάρα | πεισματάρικο | πεισματάρηδες | πεισματάρες | πεισματάρικα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο πεισματάρης, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο πεισματάρης (o pio peismatáris), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.