περίπτωση
Greek
Etymology
From Ancient Greek περίπτωσις (períptōsis), from περιπίπτω (peripíptō, “to fall”).
Pronunciation
- IPA(key): /peˈɾiptosi/
- Hyphenation: πε‧ρί‧πτω‧ση
Noun
περίπτωση • (períptosi) f (plural περιπτώσεις)
- case (an actual event, situation, or fact)
- Σ' αυτήν την περίπτωση, όντως έλεγε την αλήθεια. ― S' aftín tin períptosi, óntos élege tin alítheia. ― In this case, he really was telling the truth.
- Στην καλύτερη περίπτωση, θα χάσεις μόνο είκοσι ευρώ. ― Stin kalýteri períptosi, tha cháseis móno eíkosi evró. ― In the best case (scenario), you'll only lose twenty euro.
- case (a person being treated for illness or a customer being served in a shop etc)
- Έχω δει διάφορες παρόμοιες περιπτώσεις ως ψυχίατρος. ― Écho dei diáfores parómoies periptóseis os psychíatros. ― As a psychiatrist, I've seen several similar cases.
- (colloquial, derogatory) oddball, weirdo (a person who behaves strangely)
- Αυτή ήταν μοναδική περίπτωση! ― Aftí ítan monadikí períptosi! ― She was a genuine oddball!
- (colloquial) cream of the crop, crème de la crème (an outstanding or excellent case)
- Πρόκειται για περίπτωση γιατρού και ανθρώπου. ― Prókeitai gia períptosi giatroú kai anthrópou. ― As a doctor and a human being, he was the cream of the crop.
Declension
declension of περίπτωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίπτωση • | περιπτώσεις • |
genitive | περίπτωσης • περιπτώσεως • | περιπτώσεων • |
accusative | περίπτωση • | περιπτώσεις • |
vocative | περίπτωση • | περιπτώσεις • |
Synonyms
Derived terms
- εν πάση περιπτώσει (en pási periptósei, “in any case, regardless”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.