περιττός
Greek
Adjective
Declension
declension of περιττός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιττός | περιττή | περιττό | περιττοί | περιττές | περιττά |
genitive | περιττού | περιττής | περιττού | περιττών | περιττών | περιττών |
accusative | περιττό | περιττή | περιττό | περιττούς | περιττές | περιττά |
vocative | περιττέ | περιττή | περιττό | περιττοί | περιττές | περιττά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο περιττός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο περιττός (o pio perittós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.