πισωκολλητό
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pisokoliˈto/
- Hyphenation: πι‧σω‧κο‧λλη‧τό
Noun
πισωκολλητό • (pisokollitó) n (plural πισωκολλητά)
- (colloquial, vulgar) doggy style
- Της γυναίκας μου της αρέσει το πισωκολλητό.
- My wife likes doing it doggy-style.
- Της γυναίκας μου της αρέσει το πισωκολλητό.
Declension
declension of πισωκολλητό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πισωκολλητό • | πισωκολλητά • |
genitive | πισωκολλητού • | πισωκολλητών • |
accusative | πισωκολλητό • | πισωκολλητά • |
vocative | πισωκολλητό • | πισωκολλητά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.