προπόνηση
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /proˈponisi/
- Hyphenation: προ‧πό‧νη‧ση
Declension
declension of προπόνηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προπόνηση • | προπονήσεις • |
genitive | προπόνησης • προπονήσεως • | προπονήσεων • |
accusative | προπόνηση • | προπονήσεις • |
vocative | προπόνηση • | προπονήσεις • |
Related terms
- προπονητής m (proponitís, “coach”)
- προπονητικός (proponitikós, “coaching, of training”)
- προπονώ (proponó, “train”)
References
- προπόνηση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.