προσεκτικός
Greek
Alternative forms
- προσεχτικός (prosechtikós)
Adjective
προσεκτικός • (prosektikós) m (feminine προσεκτική, neuter προσεκτικό)
Declension
declension of προσεκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσεκτικός | προσεκτική | προσεκτικό | προσεκτικοί | προσεκτικές | προσεκτικά |
genitive | προσεκτικού | προσεκτικής | προσεκτικού | προσεκτικών | προσεκτικών | προσεκτικών |
accusative | προσεκτικό | προσεκτική | προσεκτικό | προσεκτικούς | προσεκτικές | προσεκτικά |
vocative | προσεκτικέ | προσεκτική | προσεκτικό | προσεκτικοί | προσεκτικές | προσεκτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο προσεκτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο προσεκτικός (o pio prosektikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσεκτικότερος | προσεκτικότερη | προσεκτικότερο | προσεκτικότεροι | προσεκτικότερες | προσεκτικότερα |
genitive | προσεκτικότερου | προσεκτικότερης | προσεκτικότερου | προσεκτικότερων | προσεκτικότερων | προσεκτικότερων |
accusative | προσεκτικότερο | προσεκτικότερη | προσεκτικότερο | προσεκτικότερους | προσεκτικότερες | προσεκτικότερα |
vocative | προσεκτικότερε | προσεκτικότερη | προσεκτικότερο | προσεκτικότεροι | προσεκτικότερες | προσεκτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προσεκτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσεκτικότατος | προσεκτικότατη | προσεκτικότατο | προσεκτικότατοι | προσεκτικότατες | προσεκτικότατα |
genitive | προσεκτικότατου | προσεκτικότατης | προσεκτικότατου | προσεκτικότατων | προσεκτικότατων | προσεκτικότατων |
accusative | προσεκτικότατο | προσεκτικότατη | προσεκτικότατο | προσεκτικότατους | προσεκτικότατες | προσεκτικότατα |
vocative | προσεκτικότατε | προσεκτικότατη | προσεκτικότατο | προσεκτικότατοι | προσεκτικότατες | προσεκτικότατα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.