προσωπικός
Greek
Declension
declension of προσωπικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσωπικός | προσωπική | προσωπικό | προσωπικοί | προσωπικές | προσωπικά |
genitive | προσωπικού | προσωπικής | προσωπικού | προσωπικών | προσωπικών | προσωπικών |
accusative | προσωπικό | προσωπική | προσωπικό | προσωπικούς | προσωπικές | προσωπικά |
vocative | προσωπικέ | προσωπική | προσωπικό | προσωπικοί | προσωπικές | προσωπικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο προσωπικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο προσωπικός (o pio prosopikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσωπικότερος | προσωπικότερη | προσωπικότερο | προσωπικότεροι | προσωπικότερες | προσωπικότερα |
genitive | προσωπικότερου | προσωπικότερης | προσωπικότερου | προσωπικότερων | προσωπικότερων | προσωπικότερων |
accusative | προσωπικότερο | προσωπικότερη | προσωπικότερο | προσωπικότερους | προσωπικότερες | προσωπικότερα |
vocative | προσωπικότερε | προσωπικότερη | προσωπικότερο | προσωπικότεροι | προσωπικότερες | προσωπικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προσωπικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσωπικότατος | προσωπικότατη | προσωπικότατο | προσωπικότατοι | προσωπικότατες | προσωπικότατα |
genitive | προσωπικότατου | προσωπικότατης | προσωπικότατου | προσωπικότατων | προσωπικότατων | προσωπικότατων |
accusative | προσωπικότατο | προσωπικότατη | προσωπικότατο | προσωπικότατους | προσωπικότατες | προσωπικότατα |
vocative | προσωπικότατε | προσωπικότατη | προσωπικότατο | προσωπικότατοι | προσωπικότατες | προσωπικότατα |
Derived terms
- προσωπική αντωνυμία f (prosopikí antonymía, “personal pronoun”)
- προσωπικός υπολογιστής m (prosopikós ypologistís, “personal computer”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.