πρωτοπόρος
Greek
Declension
declension of πρωτοπόρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρωτοπόρος | πρωτοπόρος | πρωτοπόρο | πρωτοπόροι | πρωτοπόροι | πρωτοπόρα |
genitive | πρωτοπόρου | πρωτοπόρου | πρωτοπόρου | πρωτοπόρων | πρωτοπόρων | πρωτοπόρων |
accusative | πρωτοπόρο | πρωτοπόρο | πρωτοπόρο | πρωτοπόρους | πρωτοπόρους | πρωτοπόρα |
vocative | πρωτοπόρε | πρωτοπόρε | πρωτοπόρο | πρωτοπόροι | πρωτοπόροι | πρωτοπόρα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο πρωτοπόρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο πρωτοπόρος (o pio protopóros), etc.) |
Synonyms
- (first or among the earliest): καινοτόμος (kainotómos), πιονιέρος (pioniéros), ρηξικέλευθος (rixikélefthos)
Related terms
- πρωτοπορία (protoporía)
- πρωτοποριακά (protoporiaká)
- πρωτοποριακός (protoporiakós)
- πρωτοπορώ (protoporó)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.