πυρηνικός
Greek
Etymology
From πυρήνας (pyrínas, “kern, nucleus”) + -ικός (-ikós). Calque of French nucléaire and English nuclear.
Declension
declension of πυρηνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πυρηνικός | πυρηνική | πυρηνικό | πυρηνικοί | πυρηνικές | πυρηνικά |
genitive | πυρηνικού | πυρηνικής | πυρηνικού | πυρηνικών | πυρηνικών | πυρηνικών |
accusative | πυρηνικό | πυρηνική | πυρηνικό | πυρηνικούς | πυρηνικές | πυρηνικά |
vocative | πυρηνικέ | πυρηνική | πυρηνικό | πυρηνικοί | πυρηνικές | πυρηνικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο πυρηνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο πυρηνικός (o pio pyrinikós), etc.) |
Derived terms
- πυρηνικός αφοπλισμός m (pyrinikós afoplismós, “nuclear disarmament”)
Further reading
- πυρηνικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.