ρομαντικός
Greek
Declension
declension of ρομαντικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρομαντικός | ρομαντική | ρομαντικό | ρομαντικοί | ρομαντικές | ρομαντικά |
genitive | ρομαντικού | ρομαντικής | ρομαντικού | ρομαντικών | ρομαντικών | ρομαντικών |
accusative | ρομαντικό | ρομαντική | ρομαντικό | ρομαντικούς | ρομαντικές | ρομαντικά |
vocative | ρομαντικέ | ρομαντική | ρομαντικό | ρομαντικοί | ρομαντικές | ρομαντικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ρομαντικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ρομαντικός (o pio romantikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρομαντικότερος | ρομαντικότερη | ρομαντικότερο | ρομαντικότεροι | ρομαντικότερες | ρομαντικότερα |
genitive | ρομαντικότερου | ρομαντικότερης | ρομαντικότερου | ρομαντικότερων | ρομαντικότερων | ρομαντικότερων |
accusative | ρομαντικότερο | ρομαντικότερη | ρομαντικότερο | ρομαντικότερους | ρομαντικότερες | ρομαντικότερα |
vocative | ρομαντικότερε | ρομαντικότερη | ρομαντικότερο | ρομαντικότεροι | ρομαντικότερες | ρομαντικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ρομαντικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρομαντικότατος | ρομαντικότατη | ρομαντικότατο | ρομαντικότατοι | ρομαντικότατες | ρομαντικότατα |
genitive | ρομαντικότατου | ρομαντικότατης | ρομαντικότατου | ρομαντικότατων | ρομαντικότατων | ρομαντικότατων |
accusative | ρομαντικότατο | ρομαντικότατη | ρομαντικότατο | ρομαντικότατους | ρομαντικότατες | ρομαντικότατα |
vocative | ρομαντικότατε | ρομαντικότατη | ρομαντικότατο | ρομαντικότατοι | ρομαντικότατες | ρομαντικότατα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.