σαρκαστικός
Greek
Etymology
Borrowed from French sarcastique, which was formed from sarcasme.
Adjective
σαρκαστικός • (sarkastikós) m (feminine σαρκαστική, neuter σαρκαστικό)
Declension
declension of σαρκαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σαρκαστικός | σαρκαστική | σαρκαστικό | σαρκαστικοί | σαρκαστικές | σαρκαστικά |
genitive | σαρκαστικού | σαρκαστικής | σαρκαστικού | σαρκαστικών | σαρκαστικών | σαρκαστικών |
accusative | σαρκαστικό | σαρκαστική | σαρκαστικό | σαρκαστικούς | σαρκαστικές | σαρκαστικά |
vocative | σαρκαστικέ | σαρκαστική | σαρκαστικό | σαρκαστικοί | σαρκαστικές | σαρκαστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο σαρκαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο σαρκαστικός (o pio sarkastikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σαρκαστικότερος | σαρκαστικότερη | σαρκαστικότερο | σαρκαστικότεροι | σαρκαστικότερες | σαρκαστικότερα |
genitive | σαρκαστικότερου | σαρκαστικότερης | σαρκαστικότερου | σαρκαστικότερων | σαρκαστικότερων | σαρκαστικότερων |
accusative | σαρκαστικότερο | σαρκαστικότερη | σαρκαστικότερο | σαρκαστικότερους | σαρκαστικότερες | σαρκαστικότερα |
vocative | σαρκαστικότερε | σαρκαστικότερη | σαρκαστικότερο | σαρκαστικότεροι | σαρκαστικότερες | σαρκαστικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σαρκαστικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σαρκαστικότατος | σαρκαστικότατη | σαρκαστικότατο | σαρκαστικότατοι | σαρκαστικότατες | σαρκαστικότατα |
genitive | σαρκαστικότατου | σαρκαστικότατης | σαρκαστικότατου | σαρκαστικότατων | σαρκαστικότατων | σαρκαστικότατων |
accusative | σαρκαστικότατο | σαρκαστικότατη | σαρκαστικότατο | σαρκαστικότατους | σαρκαστικότατες | σαρκαστικότατα |
vocative | σαρκαστικότατε | σαρκαστικότατη | σαρκαστικότατο | σαρκαστικότατοι | σαρκαστικότατες | σαρκαστικότατα |
Further reading
- σαρκαστικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.