συμπολεμίστρια
Greek
Etymology
συμ- (συν-) (sym- (syn-), “with”) + πολεμίστρια (polemístria, “fighter”). First attested 1896.
Pronunciation
- IPA(key): /sim.bo.leˈmi.stri.a/
- Hyphenation: συ‧μπο‧λε‧μί‧στρι‧α
Noun
συμπολεμίστρια • (sympolemístria) f (plural συμπολεμίστριες, masculine συμπολεμιστής)
Declension
declension of συμπολεμίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπολεμίστρια • | συμπολεμίστριες • |
genitive | συμπολεμίστριας • | συμπολεμιστριών • |
accusative | συμπολεμίστρια • | συμπολεμίστριες • |
vocative | συμπολεμίστρια • | συμπολεμίστριες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.