συμπολεμιστής
Greek
Etymology
συμ- (συν-) (sym- (syn-), “with”) + πολεμιστής (polemistís, “fighter”). First attested 1887.
Pronunciation
- IPA(key): /sim.bo.le.miˈstis/
- Hyphenation: συ‧μπο‧λε‧μι‧στής
- Old Hyphenation: συμ‧πο‧λε‧μι‧στής
Noun
συμπολεμιστής • (sympolemistís) m (plural συμπολεμιστές, feminine συμπολεμίστρια)
- brother-in-arms, comrade in arms, battle buddy, comrade (companion in war)
- (politics) comrade (fellow socialist)
Declension
declension of συμπολεμιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπολεμιστής • | συμπολεμιστές • |
genitive | συμπολεμιστή • | συμπολεμιστών • |
accusative | συμπολεμιστή • | συμπολεμιστές • |
vocative | συμπολεμιστή • | συμπολεμιστές • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.