συντριπτικός
Greek
Adjective
συντριπτικός • (syntriptikós) m (feminine συντριπτική, neuter συντριπτικό)
Declension
declension of συντριπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συντριπτικός | συντριπτική | συντριπτικό | συντριπτικοί | συντριπτικές | συντριπτικά |
genitive | συντριπτικού | συντριπτικής | συντριπτικού | συντριπτικών | συντριπτικών | συντριπτικών |
accusative | συντριπτικό | συντριπτική | συντριπτικό | συντριπτικούς | συντριπτικές | συντριπτικά |
vocative | συντριπτικέ | συντριπτική | συντριπτικό | συντριπτικοί | συντριπτικές | συντριπτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο συντριπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο συντριπτικός (o pio syntriptikós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.