της τρελής
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /tis tɾeˈlis/
- Hyphenation: της τρε‧λής
Noun
της τρελής • (tis trelís) f (uncountable)
- (idiomatic, colloquial) mayhem, pandemonium, commotion, upheaval (literally: of the crazy one)
- Στην τράπεζα γινόταν της τρελής επειδή χάλασαν οι υπολογιστές.
- There was pandemonium at the bank because the computers broke.
- Στην τράπεζα γινόταν της τρελής επειδή χάλασαν οι υπολογιστές.
Synonyms
- έλα να δεις n (éla na deis)
- σώσε n (sóse)
- της μουρλής (tis mourlís)
- της πουτάνας (tis poutánas) (vulgar)
- χαμός (chamós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.