χαμός
Greek
Etymology
From χάνω (cháno, “lose”)
Pronunciation
IPA(key): /xa.ˈmɔs/
Noun
χαμός • (chamós) m (plural χαμοί)
- loss
- 1979, Nikos Kavvadias/Thanos Mikroutsikos, Θεσσαλονίκη:
- Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
Σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.- Apart from your mother, no one remembers you,
On this frightening journey of loss.
- Apart from your mother, no one remembers you,
- Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
- 1979, Nikos Kavvadias/Thanos Mikroutsikos, Θεσσαλονίκη:
- (colloquial, figuratively) pandemonium, chaos, mayhem, upheaval
- Γινότανε χαμός στον δρόμο απόψε.
- There was mayhem on the road tonight.
- Γινότανε χαμός στον δρόμο απόψε.
Declension
Synonyms
- (loss): απώλεια f (apóleia), χάσιμο n (chásimo)
- (mayhem): έλα να δεις n (éla na deis), σώσε n (sóse), της τρελής (tis trelís), της μουρλής (tis mourlís), της πουτάνας (tis poutánas) (vulgar)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.