τσιγκούνης
Greek
Alternative forms
- τσιγγούνης (tsingoúnis)
Adjective
τσιγκούνης • (tsigkoúnis) m (feminine τσιγκούνα, neuter τσιγκούνικο)
Declension
declension of τσιγκούνης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τσιγκούνης | τσιγκούνα | τσιγκούνικο | τσιγκούνηδες | τσιγκούνες | τσιγκούνικα |
genitive | τσιγκούνη | τσιγκούνας | τσιγκούνικου | τσιγκούνηδων | — | τσιγκούνικων |
accusative | τσιγκούνη | τσιγκούνα | τσιγκούνικο | τσιγκούνηδες | τσιγκούνες | τσιγκούνικα |
vocative | τσιγκούνη | τσιγκούνα | τσιγκούνικο | τσιγκούνηδες | τσιγκούνες | τσιγκούνικα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο τσιγκούνης, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο τσιγκούνης (o pio tsigkoúnis), etc.) |
Synonyms
- εξηνταβελόνης (exintavelónis)
- σπαγκοραμμένος (spagkoramménos)
- σπάγκος (spágkos)
- σφιχτοχέρης (sfichtochéris)
- τσιφούτης (tsifoútis)
- φιλάργυρος (filárgyros)
Derived terms
- τσιγκούναρος (tsigkoúnaros, “augmentative”)
- τσιγκουνεύομαι (tsigkounévomai)
- τσιγκουνιά (tsigkouniá)
- τσιγκούνικα (tsigkoúnika)
- τσιγκούνικος (tsigkoúnikos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.