υπεραστικός
Greek
Adjective
υπεραστικός • (yperastikós) m (feminine υπεραστική, neuter υπεραστικό)
Declension
declension of υπεραστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπεραστικός | υπεραστική | υπεραστικό | υπεραστικοί | υπεραστικές | υπεραστικά |
genitive | υπεραστικού | υπεραστικής | υπεραστικού | υπεραστικών | υπεραστικών | υπεραστικών |
accusative | υπεραστικό | υπεραστική | υπεραστικό | υπεραστικούς | υπεραστικές | υπεραστικά |
vocative | υπεραστικέ | υπεραστική | υπεραστικό | υπεραστικοί | υπεραστικές | υπεραστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο υπεραστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο υπεραστικός (o pio yperastikós), etc.) |
Related terms
- υπεραστική κλήση f (yperastikí klísi, “long-distance call”)
- υπεραστικό λεωφορείο n (yperastikó leoforeío, “long-distance, intercity bus”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.