φαινομενικός
Greek
Adjective
φαινομενικός • (fainomenikós) m (feminine φαινομενική, neuter φαινομενικό)
Declension
declension of φαινομενικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φαινομενικός | φαινομενική | φαινομενικό | φαινομενικοί | φαινομενικές | φαινομενικά |
genitive | φαινομενικού | φαινομενικής | φαινομενικού | φαινομενικών | φαινομενικών | φαινομενικών |
accusative | φαινομενικό | φαινομενική | φαινομενικό | φαινομενικούς | φαινομενικές | φαινομενικά |
vocative | φαινομενικέ | φαινομενική | φαινομενικό | φαινομενικοί | φαινομενικές | φαινομενικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο φαινομενικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο φαινομενικός (o pio fainomenikós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.