φαρμακερός
Greek
Declension
declension of φαρμακερός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φαρμακερός | φαρμακερή | φαρμακερό | φαρμακεροί | φαρμακερές | φαρμακερά |
genitive | φαρμακερού | φαρμακερής | φαρμακερού | φαρμακερών | φαρμακερών | φαρμακερών |
accusative | φαρμακερό | φαρμακερή | φαρμακερό | φαρμακερούς | φαρμακερές | φαρμακερά |
vocative | φαρμακερέ | φαρμακερή | φαρμακερό | φαρμακεροί | φαρμακερές | φαρμακερά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο φαρμακερός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο φαρμακερός (o pio farmakerós), etc.) |
Synonyms
- δηλητηριώδης (dilitiriódis)
- τοξικός (toxikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.