αμυντικός
Grec
Adjectif
αμυντικός, amindikós \Prononciation ?\
Nom commun
αμυντικός, amindikós \Prononciation ?\ masculin
- (Sport) Défenseur.
- Ο αμυντικός της Ρεάλ Μαδρίτης είδε ξαφνικά την μπάλα στα πόδια του [...] και την έστειλε στα δίχτυα. — (Πρεμιέρα με νίκη της Βραζιλίας στο Μουντιάλ των αντιθέσεων, Καθημερινή.gr, 13 juin 2014)
- Le défenseur du Real Madrid a soudainement vu la balle à ses pieds [...] et l'a envoyée dans les filets.
- Ο αμυντικός της Ρεάλ Μαδρίτης είδε ξαφνικά την μπάλα στα πόδια του [...] και την έστειλε στα δίχτυα. — (Πρεμιέρα με νίκη της Βραζιλίας στο Μουντιάλ των αντιθέσεων, Καθημερινή.gr, 13 juin 2014)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.