αἱματόφυρτος

Grec ancien

Étymologie

Composé de αἷμα, haîma  sang »), φύρω, phúrô  mélanger », « mixer ») et -τος, -tos.

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif αἱματόφυρτος αἱματόφυρτος αἱματόφυρτον αἱματόφυρτοι αἱματόφυρτοι αἱματόφυρτα αἱματόφυρτω αἱματόφυρτω αἱματόφυρτω
Vocatif αἱματόφυρτε αἱματόφυρτε αἱματόφυρτον αἱματόφυρτοι αἱματόφυρτοι αἱματόφυρτα αἱματόφυρτω αἱματόφυρτω αἱματόφυρτω
Accusatif αἱματόφυρτον αἱματόφυρτον αἱματόφυρτον αἱματόφυρτους αἱματόφυρτους αἱματόφυρτα αἱματόφυρτω αἱματόφυρτω αἱματόφυρτω
Génitif αἱματόφυρτου αἱματόφυρτου αἱματόφυρτου αἱματόφυρτων αἱματόφυρτων αἱματόφυρτων αἱματόφυρτοιν αἱματόφυρτοιν αἱματόφυρτοιν
Datif αἱματόφυρτ αἱματόφυρτ αἱματόφυρτ αἱματόφυρτοις αἱματόφυρτοις αἱματόφυρτοις αἱματόφυρτοιν αἱματόφυρτοιν αἱματόφυρτοιν

αἱματόφυρτος, haimatóphurtos \ha͜ɪ.ma.ˈto.pʰyr.tos\ masculin

  1. Sanglant.

    Variantes

    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.