βουκολικός
Grec ancien
Adjectif
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Masculin | Féminin | Neutre | Masculin | Féminin | Neutre | Masculin | Féminin | Neutre | |
Nominatif | βουκολικός | βουκολική | βουκολικόν | βουκολικοί | βουκολικαί | βουκολικά | βουκολικώ | βουκολικά | βουκολικώ |
Vocatif | βουκολικέ | βουκολική | βουκολικόν | βουκολικοί | βουκολικαί | βουκολικά | βουκολικώ | βουκολικά | βουκολικώ |
Accusatif | βουκολικόν | βουκολικήν | βουκολικόν | βουκολικούς | βουκολικάς | βουκολικά | βουκολικώ | βουκολικά | βουκολικώ |
Génitif | βουκολικοῦ | βουκολικῆς | βουκολικοῦ | βουκολικῶν | βουκολικῶν | βουκολικῶν | βουκολικοῖν | βουκολικαῖν | βουκολικοῖν |
Datif | βουκολικῷ | βουκολικῇ | βουκολικῷ | βουκολικοῖς | βουκολικαῖς | βουκολικοῖς | βουκολικοῖν | βουκολικαῖν | βουκολικοῖν |
βουκολικός, boukolikós \boː.ko.li.ˈkos\
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : βουκολικός
- Latin : bucolicus
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.