γενέτειρα
Grec
Étymologie
- Du grec ancien γενέτειρα, genéteira.
Nom commun
γενέτειρα, genetira \Prononciation ?\ féminin
- Lieu de naissance, patrie.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- (Géométrie) Ligne génératrice d’une surface.
- Γενέτειρα του κώνου ονομάζεται η ευθεία που, αν περιστραφεί γύρω από τον άξονα του κώνου, παράγει, δηλαδή "γεννά", την επιφάνεια του κώνου. — (Παραβολή (γεωμετρία) sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)
)
- Γενέτειρα του κώνου ονομάζεται η ευθεία που, αν περιστραφεί γύρω από τον άξονα του κώνου, παράγει, δηλαδή "γεννά", την επιφάνεια του κώνου. — (Παραβολή (γεωμετρία) sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (γενέτειρα)
Grec ancien
Étymologie
- Féminin de γενέτης, genétês (« géniteur »).
Synonymes
Dérivés
Références
- Henry Liddell et Robert Scott, A Greek-English lexicon, American Book Company, 1901 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.