γνωστικός

Grec ancien

Étymologie

Mot dérivé de γνωστός, gnôstos  connu ») avec le suffixe -ικός, -ikos, voir γιγνώσκω, gignốskô  connaitre »).

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif γνωστικός γνωστική γνωστικόν γνωστικοί γνωστικαί γνωστικά γνωστικώ γνωστικά γνωστικώ
Vocatif γνωστικέ γνωστική γνωστικόν γνωστικοί γνωστικαί γνωστικά γνωστικώ γνωστικά γνωστικώ
Accusatif γνωστικόν γνωστικήν γνωστικόν γνωστικούς γνωστικάς γνωστικά γνωστικώ γνωστικά γνωστικώ
Génitif γνωστικοῦ γνωστικῆς γνωστικοῦ γνωστικῶν γνωστικῶν γνωστικῶν γνωστικοῖν γνωστικαῖν γνωστικοῖν
Datif γνωστικ γνωστικ γνωστικ γνωστικοῖς γνωστικαῖς γνωστικοῖς γνωστικοῖν γνωστικαῖν γνωστικοῖν

γνωστικός, gnôstikos

  1. Apte à connaître, capable de comprendre.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.