γραφία
: -γραφία
Grec ancien
Composés
- ἁδρογραφία
- ἀκτινογραφία
- ἀλληλογραφία
- ἀποτελεσματογραφία
- ἀργυρογραφία
- βιβλιογραφία
- βιογραφία
- βουλογραφία
- δικογραφία
- δισσογραφία
- δολιχογραφία
- δωρογραφία
- εἰκονογραφία
- εὐγραφία
- φλυακογραφία
- γενηματογραφία
- γεωγραφία
- γνωσιγραφία
- ἰδιογραφία
- ἱστοριογραφία
- ἰχνογραφία
- καλαμογραφία
- καλλιγραφία
- καμινογραφία
- κανονογραφία
- κηρογραφία
- κοσμογραφία
- Κυκλογραφία
- λαογραφία
- λευκογραφία
- λογογραφία
- λοιπογραφία
- μεγαλογραφία
- μελογραφία
- μικρογραφία
- μοιρογραφία
- μυθογραφία
- νομογραφία
- νυκτογραφία
- ὁλογραφία
- ὀνοματογραφία
- ὀρθογραφία
- οὐρανογραφία
- παλιγγραφία
- πεπλογραφία
- πεζογραφία
- πινακογραφία
- πλαστογραφία
- πολιτογραφία
- πολογραφία
- πολυγραφία
- ῥυθμογραφία
- ῥωπογραφία
- σφαιρογραφία
- σιλλογραφία
- σκευογραφία
- σκηνογραφία
- σκιαγραφία
- στηλογραφία
- συγγραφία
- συναλλαγματογραφία
- σχεδογραφία
- σχηματογραφία
- τιμογραφία
- Τιτανογραφία
- τοιχογραφία
- τοπογραφία
- χειρογραφία
- χρηστογραφία
- χρονογραφία
- χρυσογραφία
- χωματογραφία
- χωρογραφία
- ψευδογραφία
- ζωγραφία
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.