ισημερία
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἰσημερία, isêmería.
Nom commun
ισημερία, isimería \Prononciation ?\ féminin
- Équinoxe.
- Tο φαινόμενο της ισημερίας παρατηρείται συγχρόνως σε όλη τη Γη, δύο φορές το χρόνο.
- Εαρινή ισημερία, στις 21 Mαρτίου.
- Φθινοπωρινή ισημερία, στις 22 Σεπτεμβρίου.
Apparentés étymologiques
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ισημερία)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.