καρκίνωμα

Grec ancien

Étymologie

de καρκίνος, karkinos  crabe. »)

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ καρκίνωμα τὰ καρκινώματα τὼ καρκινώματε
Vocatif καρκίνωμα καρκινώματα καρκινώματε
Accusatif τὸ καρκίνωμα τὰ καρκινώματα τὼ καρκινώματε
Génitif τοῦ καρκινώματος τῶν καρκινωμάτων τοῖν καρκινωμάτοιν
Datif τῷ καρκινώματι τοῖς καρκινώμασι(ν) τοῖν καρκινωμάτοιν

καρκίνωμα, karkínôma neutre

  1. Tumeur cancéreuse, chancre.

Variantes

  • ϰαϱϰίνωμα

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.