μαρτυροποιΐα

Grec ancien

Étymologie

de μάρτυς et de ποιέω

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μαρτυροποιΐα αἱ μαρτυροποιΐαι τὼ μαρτυροποιΐα
Vocatif μαρτυροποιΐα μαρτυροποιΐαι μαρτυροποιΐα
Accusatif τὴν μαρτυροποιΐαν τὰς μαρτυροποιΐας τὼ μαρτυροποιΐα
Génitif τῆς μαρτυροποιΐας τῶν μαρτυροποιϊῶν τοῖν μαρτυροποιΐαιν
Datif τῇ μαρτυροποιΐ ταῖς μαρτυροποιΐαις τοῖν μαρτυροποιΐαιν

μαρτυροποιΐα, ας (ἡ) [ῠ] féminin. Autre écriture : μαϱτυϱοποιΐα.

  1. Action d'appeler en témoignage.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.