ονομαστικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ὀνομαστικός, onomastikos (« nominatif »).
Adjectif
ονομαστικός, onomastikos \Prononciation ?\
- (Finance) Nominal.
- η ονομαστική τιμή των εμπορευμάτων μπορεί να έχει αυξηθεί, αλλά η πραγματική του αξία να έχει αποπληθωριστεί διαχρονικά με έτος βάσης του 2005
- (Droit) Nominatif.
- ο μάρτυρας υπέδειξε τον υπαίτιο του εγκλήματος ονομαστικά
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.