σκληρός

Grec ancien

Étymologie

De σκέλλω avec le suffixe -ηρός.

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif σκληρός σκληρή σκληρόν σκληροί σκληραί σκληρά σκληρώ σκληρά σκληρώ
Vocatif σκληρέ σκληρή σκληρόν σκληροί σκληραί σκληρά σκληρώ σκληρά σκληρώ
Accusatif σκληρόν σκληρήν σκληρόν σκληρούς σκληράς σκληρά σκληρώ σκληρά σκληρώ
Génitif σκληροῦ σκληρῆς σκληροῦ σκληρῶν σκληρῶν σκληρῶν σκληροῖν σκληραῖν σκληροῖν
Datif σκληρ σκληρ σκληρ σκληροῖς σκληραῖς σκληροῖς σκληροῖν σκληραῖν σκληροῖν

σκληρός, sklêrós \sklɛː.ˈros\

  1. Dur.
  2. Raide.

Dérivés

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.