στασιασμός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien στασιασμός, stasiasmos.
Nom commun
στασιασμός, stasiasmos \Prononciation ?\ masculin
- Sédition, révolte.
- Οι Χριστιανοί οφείλουν να αποδίδουν κατάλληλο σεβασμό στις κοσμικές εξουσίες. Δεν συμμετέχουν σε στασιασμό κατά της κυβερνητικής εξουσίας. — (Πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)
)
- Οι Χριστιανοί οφείλουν να αποδίδουν κατάλληλο σεβασμό στις κοσμικές εξουσίες. Δεν συμμετέχουν σε στασιασμό κατά της κυβερνητικής εξουσίας. — (Πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)
Grec ancien
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : στασιασμός
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.