στρουθιοκάμηλος

Grec ancien

Étymologie

Mot composé de στρουθός, strouthós  moineau ») et de κάμηλος, kámêlos  chameau »).

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif στρουθιοκάμηλος οἱ στρουθιοκάμηλοι τὼ στρουθιοκαμήλω
Vocatif στρουθιοκάμηλε στρουθιοκάμηλοι στρουθιοκαμήλω
Accusatif τὸν στρουθιοκάμηλον τοὺς στρουθιοκαμήλους τὼ στρουθιοκαμήλω
Génitif τοῦ στρουθιοκαμήλου τῶν στρουθιοκαμήλων τοῖν στρουθιοκαμήλοιν
Datif τῷ στρουθιοκαμήλ τοῖς στρουθιοκαμήλοις τοῖν στρουθιοκαμήλοιν

στρουθιοκάμηλος, strouthiokámêlos \stroː.tʰi.o.ka.ˈmɛː.los\ masculin

  1. (Ornithologie) Autruche.

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.