ἁλιευτικός

Voir aussi : αλιευτικός

Grec ancien

Étymologie

De ἁλιευτής, halieutếs  pêcheur ») et -ικός, -ikós  relatif à »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἁλιευτικός ἁλιευτική ἁλιευτικόν
vocatif ἁλιευτικέ ἁλιευτική ἁλιευτικόν
accusatif ἁλιευτικόν ἁλιευτικήν ἁλιευτικόν
génitif ἁλιευτικοῦ ἁλιευτικῆς ἁλιευτικοῦ
datif ἁλιευτικ ἁλιευτικ ἁλιευτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἁλιευτικώ ἁλιευτικά ἁλιευτικώ
vocatif ἁλιευτικώ ἁλιευτικά ἁλιευτικώ
accusatif ἁλιευτικώ ἁλιευτικά ἁλιευτικώ
génitif ἁλιευτικοῖν ἁλιευτικαῖν ἁλιευτικοῖν
datif ἁλιευτικοῖν ἁλιευτικαῖν ἁλιευτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἁλιευτικοί ἁλιευτικαί ἁλιευτικά
vocatif ἁλιευτικοί ἁλιευτικαί ἁλιευτικά
accusatif ἁλιευτικούς ἁλιευτικάς ἁλιευτικά
génitif ἁλιευτικῶν ἁλιευτικῶν ἁλιευτικῶν
datif ἁλιευτικοῖς ἁλιευτικαῖς ἁλιευτικοῖς

ἁλιευτικός, halieutikós \ha.li.e͜u.ti.ˈkos\

  1. Halieutique.

Dérivés dans d’autres langues

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.