ἱερατικός

Voir aussi : ιερατικός

Grec ancien

Étymologie

Dérivé de ἱερόω, ἱερεύς, hieróô, hiereús  sacrifier, consacrer, prêtre »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἱερατικός ἱερατική ἱερατικόν
vocatif ἱερατικέ ἱερατική ἱερατικόν
accusatif ἱερατικόν ἱερατικήν ἱερατικόν
génitif ἱερατικοῦ ἱερατικῆς ἱερατικοῦ
datif ἱερατικ ἱερατικ ἱερατικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἱερατικώ ἱερατικά ἱερατικώ
vocatif ἱερατικώ ἱερατικά ἱερατικώ
accusatif ἱερατικώ ἱερατικά ἱερατικώ
génitif ἱερατικοῖν ἱερατικαῖν ἱερατικοῖν
datif ἱερατικοῖν ἱερατικαῖν ἱερατικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἱερατικοί ἱερατικαί ἱερατικά
vocatif ἱερατικοί ἱερατικαί ἱερατικά
accusatif ἱερατικούς ἱερατικάς ἱερατικά
génitif ἱερατικῶν ἱερατικῶν ἱερατικῶν
datif ἱερατικοῖς ἱερατικαῖς ἱερατικοῖς

ἱερατικός, hieratikós \hiː.e.ra.ti.ˈkos\

  1. De prêtre, sacerdotal.
  2. Destiné ou propre aux usages sacrés.

Synonymes

Apparentés étymologiques

  • ἱεράω
  • ἱεράoμαι

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.