άκοπος
Greek
Declension
declension of άκοπος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άκοπος | άκοπη | άκοπο | άκοποι | άκοπες | άκοπα |
genitive | άκοπου | άκοπης | άκοπου | άκοπων | άκοπων | άκοπων |
accusative | άκοπο | άκοπη | άκοπο | άκοπους | άκοπες | άκοπα |
vocative | άκοπε | άκοπη | άκοπο | άκοποι | άκοπες | άκοπα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο άκοπος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο άκοπος (o pio ákopos), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοπότερος | ακοπότερη | ακοπότερο | ακοπότεροι | ακοπότερες | ακοπότερα |
genitive | ακοπότερου | ακοπότερης | ακοπότερου | ακοπότερων | ακοπότερων | ακοπότερων |
accusative | ακοπότερο | ακοπότερη | ακοπότερο | ακοπότερους | ακοπότερες | ακοπότερα |
vocative | ακοπότερε | ακοπότερη | ακοπότερο | ακοπότεροι | ακοπότερες | ακοπότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακοπότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοπότατος | ακοπότατη | ακοπότατο | ακοπότατοι | ακοπότατες | ακοπότατα |
genitive | ακοπότατου | ακοπότατης | ακοπότατου | ακοπότατων | ακοπότατων | ακοπότατων |
accusative | ακοπότατο | ακοπότατη | ακοπότατο | ακοπότατους | ακοπότατες | ακοπότατα |
vocative | ακοπότατε | ακοπότατη | ακοπότατο | ακοπότατοι | ακοπότατες | ακοπότατα |
Synonyms
- ακοπίαστος (akopíastos, “easy”)
Declension
- see above
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.