ακασσιτέρωτος
Greek
Adjective
ακασσιτέρωτος • (akassitérotos) m (feminine ακασσιτέρωτη, neuter ακασσιτέρωτο)
- (metallurgy) untinned, not tin coated
- (metallurgy) tinless, without tin
Declension
declension of ακασσιτέρωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακασσιτέρωτος | ακασσιτέρωτη | ακασσιτέρωτο | ακασσιτέρωτοι | ακασσιτέρωτες | ακασσιτέρωτα |
genitive | ακασσιτέρωτου | ακασσιτέρωτης | ακασσιτέρωτου | ακασσιτέρωτων | ακασσιτέρωτων | ακασσιτέρωτων |
accusative | ακασσιτέρωτο | ακασσιτέρωτη | ακασσιτέρωτο | ακασσιτέρωτους | ακασσιτέρωτες | ακασσιτέρωτα |
vocative | ακασσιτέρωτε | ακασσιτέρωτη | ακασσιτέρωτο | ακασσιτέρωτοι | ακασσιτέρωτες | ακασσιτέρωτα |
Synonyms
- αγάνωτος (agánotos)
Related terms
- κασσίτερος m (kassíteros, “tin”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.