ακριβοπληρώνω
Greek
Verb
ακριβοπληρώνω • (akrivopliróno) (simple past ακριβοπλήρωσα, passive —)
Conjugation
ακριβοπληρώνω
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | ακριβοπληρώνω | ακριβοπληρώσω | ||
2 sg | ακριβοπληρώνεις | ακριβοπληρώσεις | ||
3 sg | ακριβοπληρώνει | ακριβοπληρώσει | ||
1 pl | ακριβοπληρώνουμε, [‑ομε] | ακριβοπληρώσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | ακριβοπληρώνετε | ακριβοπληρώσετε | ||
3 pl | ακριβοπληρώνουν(ε) | ακριβοπληρώσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | ακριβοπλήρωνα | ακριβοπλήρωσα | ||
2 sg | ακριβοπλήρωνες | ακριβοπλήρωσες | ||
3 sg | ακριβοπλήρωνε | ακριβοπλήρωσε | ||
1 pl | ακριβοπληρώναμε | ακριβοπληρώσαμε | ||
2 pl | ακριβοπληρώνατε | ακριβοπληρώσατε | ||
3 pl | ακριβοπλήρωναν, ακριβοπληρώναν(ε) | ακριβοπλήρωσαν, ακριβοπληρώσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα ακριβοπληρώνω ➤ | θα ακριβοπληρώσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ακριβοπληρώνεις, … | θα ακριβοπληρώσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ακριβοπληρώσει έχω, έχεις, … ακριβοπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ακριβοπληρώσει είχα, είχες, … ακριβοπληρωμένο, ‑η, ‑ο | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ακριβοπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … ακριβοπληρωμένο, ‑η, ‑ο | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | ακριβοπλήρωνε | ακριβοπλήρωσε | ||
2 pl | ακριβοπληρώνετε | ακριβοπληρώστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | ακριβοπληρώνοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας ακριβοπληρώσει ➤ | |||
Passive perfect particple ➤ | ακριβοπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | |||
Nonfinite form ➤ | ακριβοπληρώσει | |||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- αδροπληρώνω (adropliróno, “to pay handsomely”)
Antonyms
- ακριβοπουλώ (akrivopouló, “to sell at a high price”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.