ακριβός
Greek
Etymology
From Late Koine Greek Koine Greek ἀκριβός (akribós, “valuable”), an alternative form of Ancient Greek ἀκριβής (akribḗs, “exact, accurate, precise”).
Pronunciation
- Homophones: ακριβώς (akrivós, “exactly”)
Adjective
Declension
declension of ακριβός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβός | ακριβή | ακριβό | ακριβοί | ακριβές | ακριβά |
genitive | ακριβού | ακριβής | ακριβού | ακριβών | ακριβών | ακριβών |
accusative | ακριβό | ακριβή | ακριβό | ακριβούς | ακριβές | ακριβά |
vocative | ακριβέ | ακριβή | ακριβό | ακριβοί | ακριβές | ακριβά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ακριβός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ακριβός (o pio akrivós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβότερος | ακριβότερη | ακριβότερο | ακριβότεροι | ακριβότερες | ακριβότερα |
genitive | ακριβότερου | ακριβότερης | ακριβότερου | ακριβότερων | ακριβότερων | ακριβότερων |
accusative | ακριβότερο | ακριβότερη | ακριβότερο | ακριβότερους | ακριβότερες | ακριβότερα |
vocative | ακριβότερε | ακριβότερη | ακριβότερο | ακριβότεροι | ακριβότερες | ακριβότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακριβότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβότατος | ακριβότατη | ακριβότατο | ακριβότατοι | ακριβότατες | ακριβότατα |
genitive | ακριβότατου | ακριβότατης | ακριβότατου | ακριβότατων | ακριβότατων | ακριβότατων |
accusative | ακριβότατο | ακριβότατη | ακριβότατο | ακριβότατους | ακριβότατες | ακριβότατα |
vocative | ακριβότατε | ακριβότατη | ακριβότατο | ακριβότατοι | ακριβότατες | ακριβότατα |
Antonyms
- φτηνός (ftinós, “cheap”)
Coordinate terms
- ακριβούτσικος (akrivoútsikos, “quite expensive”)
- πολύτιμος (polýtimos, “cheap”)
Derived terms
- ακριβογιός m (akrivogiós, “only son, much loved son”)
Further reading
- ακριβός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.