φτηνός
Greek
Alternative forms
- φθηνός (fthinós)
Etymology
From Byzantine Greek εὐθηνός (euthēnós).
Adjective
φτηνός • (ftinós) m (feminine φτηνή, neuter φτηνό)
Declension
declension of φτηνός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φτηνός | φτηνή | φτηνό | φτηνοί | φτηνές | φτηνά |
genitive | φτηνού | φτηνής | φτηνού | φτηνών | φτηνών | φτηνών |
accusative | φτηνό | φτηνή | φτηνό | φτηνούς | φτηνές | φτηνά |
vocative | φτηνέ | φτηνή | φτηνό | φτηνοί | φτηνές | φτηνά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο φτηνός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο φτηνός (o pio ftinós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φτηνότερος | φτηνότερη | φτηνότερο | φτηνότεροι | φτηνότερες | φτηνότερα |
genitive | φτηνότερου | φτηνότερης | φτηνότερου | φτηνότερων | φτηνότερων | φτηνότερων |
accusative | φτηνότερο | φτηνότερη | φτηνότερο | φτηνότερους | φτηνότερες | φτηνότερα |
vocative | φτηνότερε | φτηνότερη | φτηνότερο | φτηνότεροι | φτηνότερες | φτηνότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φτηνότερος", etc) |
Antonyms
- ακριβός (akrivós, “expensive”)
See also
- ανέξοδος (anéxodos, “free of cost, costless”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.