ανέξοδος
Greek
Adjective
ανέξοδος • (anéxodos) m (feminine ανέξοδη, neuter ανέξοδο)
- free, free of charge, costless, gratis
- Antonyms: πληρωτέος (plirotéos), επί πληρωμή (epí pliromí)
Declension
declension of ανέξοδος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέξοδος | ανέξοδη | ανέξοδο | ανέξοδοι | ανέξοδες | ανέξοδα |
genitive | ανέξοδου | ανέξοδης | ανέξοδου | ανέξοδων | ανέξοδων | ανέξοδων |
accusative | ανέξοδο | ανέξοδη | ανέξοδο | ανέξοδους | ανέξοδες | ανέξοδα |
vocative | ανέξοδε | ανέξοδη | ανέξοδο | ανέξοδοι | ανέξοδες | ανέξοδα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανέξοδος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανέξοδος (o pio anéxodos), etc.) |
Synonyms
- δωρεάν (doreán) (adverb)
See also
- φτηνός (ftinós, “cheap, inexpensive”)
Further reading
- ανέξοδος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.