αλησμόνητος
Greek
Etymology
From Byzantine Greek ἀλησμόνητος (alēsmónētos). Synchronically, from α- (a-) + λησμονώ (lismonó) + -τος (-tos).
Declension
declension of αλησμόνητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλησμόνητος | αλησμόνητη | αλησμόνητο | αλησμόνητοι | αλησμόνητες | αλησμόνητα |
genitive | αλησμόνητου | αλησμόνητης | αλησμόνητου | αλησμόνητων | αλησμόνητων | αλησμόνητων |
accusative | αλησμόνητο | αλησμόνητη | αλησμόνητο | αλησμόνητους | αλησμόνητες | αλησμόνητα |
vocative | αλησμόνητε | αλησμόνητη | αλησμόνητο | αλησμόνητοι | αλησμόνητες | αλησμόνητα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αλησμόνητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αλησμόνητος (o pio alismónitos), etc.) |
References
- αλησμόνητος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.