λησμονώ
Greek
Conjugation
λησμονώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | λησμονώ | λησμονούσα | θα λησμονώ | να λησμονώ | |
2s | λησμονείς | λησμονούσες | θα λησμονείς | να λησμονείς | — |
3s | λησμονεί | λησμονούσε | θα λησμονεί | να λησμονεί | |
1p | λησμονούμε | λησμονούσαμε | θα λησμονούμε | να λησμονούμε | |
2p | λησμονείτε | λησμονούσατε | θα λησμονείτε | να λησμονείτε | λησμονείτε |
3p | λησμονούν, λησμονούνε | λησμονούσαν, λησμονούσανε | θα λησμονούν, θα λησμονούνε | να λησμονούν, να λησμονούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | λησμονήσω | λησμόνησα | θα λησμονήσω | να λησμονήσω | |
2s | λησμονήσεις | λησμόνησες | θα λησμονήσεις | να λησμονήσεις | λησμόνησε |
3s | λησμονήσει | λησμόνησε | θα λησμονήσει | να λησμονήσει | |
1p | λησμονήσουμε, λησμονήσομε | λησμονήσαμε | θα λησμονήσουμε, θα λησμονήσομε | να λησμονήσουμε, να λησμονήσομε | |
2p | λησμονήσετε | λησμονήσατε | θα λησμονήσετε | να λησμονήσετε | λησμονήστε, λησμονήσετε |
3p | λησμονήσουν, λησμονήσουνε | λησμόνησαν, λησμονήσαν, λησμονήσανε | θα λησμονήσουν, θα λησμονήσουνε | να λησμονήσουν, να λησμονήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω λησμονήσει | είχα λησμονήσει | θα έχω λησμονήσει | να έχω λησμονήσει | |
2s | έχεις λησμονήσει | είχες λησμονήσει | θα έχεις λησμονήσει | να έχεις λησμονήσει | |
3s | έχει λησμονήσει | είχε λησμονήσει | θα έχει λησμονήσει | να έχει λησμονήσει | |
1p | έχουμε λησμονήσει | είχαμε λησμονήσει | θα έχουμε λησμονήσει | να έχουμε λησμονήσει | |
2p | έχετε λησμονήσει | είχατε λησμονήσει | θα έχετε λησμονήσει | να έχετε λησμονήσει | |
3p | έχουν λησμονήσει | είχαν λησμονήσει | θα έχουν λησμονήσει | να έχουν λησμονήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λησμονημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λησμονημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λησμονημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λησμονημένο | ||||
Participle: | λησμονώντας | Non-finite ‡ | λησμονήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
Synonyms
- ξεχνώ (xechnó)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.